- ύαλος
- και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγντ. ὕαλος, ὁ, Ατο γυαλίνεοελλ.1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος»(πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη σύσταση τού γρανίτημσν.-αρχ.φρ. «ὕαλος χνοώδης» — είδος απορροφητικής ύληςαρχ.1. κάθε είδος στιλπνού, διαφανούς λίθου, όπως είναι λ.χ. ο αλάβαστρος και, ειδικότερα, είδος κρυσταλλικού λίθου με τον οποίο οι Αιγύπτιοι κατασκεύαζαν κοίλη στήλη στην οποία τοποθετούσαν το σώμα ταριχευμένου νεκρού («περιιστᾱσι [τῷ νεκρῷ] στήλην ἐξ ὑέλου πεποιημένην κοίλην», Ηρόδ.)2. αμφίκυρτος κρυστάλλινος φακός κατάλληλος για τη συγκέντρωση τών ηλιακών ακτινών και την παραγωγή με αυτόν τον τρόπο φωτιάς ή χρήσιμος για την ανάφλεξη εύφλεκτης ύλης3. (κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) «βάρβαρος»4. φρ. «ὕελος ὀρωρυγμένη» — ορυκτός κρύσταλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., πιθ. ήδη της Μυκηναϊκής. Κατά μία άποψη, η λ. μπορεί να παραβληθεί με το πρώτο συνθετικό ενός τ., πιθ. σκυθικού, που χρησιμοποιείται για το ήλεκτρο: sualiternicum (ανάλογη ομοιότητα παρατηρείται και στους αρχ. γερμ. τ. glēsum «ήλεκτρο» και glas «γυαλί»). Ο τ. ὕελος είναι μτγν. τ. τής ελληνιστικής εποχής (πρβλ. μι-αρός / μι-ερός, σί-αλον / σί-ελον).ΠΑΡ. υαλικός, υάλινος, υαλίτιδα(-ίτις), υαλώδηςαρχ.υαλάς, υαλίζω, υαλόεις, υαλούςμσν.- νεοελλ.υαλώ, υάλωμανεοελλ.υαλάδα, υαλίτης, υαλωτός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) υαλοειδής, υαλοτέχνης, υαλουργός, υαλόχρουςαρχ.υαλέψης, υαλότυπος, υαλώπις, υάλωψαρχ.-μσν.υαλοψόςμσν.υαλόκτιστοςμσν.- νεοελλ.υαλοφεγγίτηςνεοελλ.υαλέμπορος, υαλέριο, υαλοβάμβακας, υαλοβασάλτης, υαλοβερνίκωμα, υαλοβερνίκωση, υαλογάνωμα, υαλογάνωση, υαλογόνα, υαλογράφος, υαλόδισκος, υαλοθέτης, υαλόθετο, υαλοκρύσταλλος, υαλόλιθος, υαλομέταξα, υαλόνημα, υαλόπαγος, υαλοπίεση, υαλοπίνακας, υαλόπλασμα, υαλόπλινθος, υαλοποιός, υαλοποιώ, υαλοπώλης, υαλοσιδηρίτης, υαλοσκεπής, υαλόσπογγοι, υαλοστάσιο, υαλοτεκίτης, υαλότοιχος, υαλοφανής, υαλόφραγμα, υαλόφρακτος, υαλόχαρτο. (Β συνθετικό) αρχ. ευύαλος].
Dictionary of Greek. 2013.